-
1 διαφθορά
A destruction, ruin,ἐπὶ -φθορᾷ τῆς πόλεως Th.8.86
;ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ Hdt.4.164
;μέχρι διαφθορᾶς Pl.Mx. 242d
: pl., S.OT 573, etc.5 stomachic disorder, Aret.CA1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφθορά
См. также в других словарях:
διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek